- θεϊστικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεϊσμό ή στον θεϊστή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. theistic < theist (πρβλ. θεϊστής) + -ic (πρβλ. -ικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Δημήτριο Αλ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.